από συντονισμένες ενέργειες του Δήμου Χερσονήσου, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου, η παλαιοχριστιανική βασιλική του Καστρίου.
Η είσοδος για το κοινό είναι δωρεάν και από την πρώτη ημέρα επαναλειτουργίας του χώρου η επισκεψιμότητα είναι αυξημένη.
«Κάτω από τον σύγχρονο οικισμό του Λιμένα Χερσονήσου, βρίσκεται ο πυρήνας της αρχαίας Χερρονήσου. Η κληρονομιά και ο πλούτος του τόπου μας είναι ανεκτίμητος. Εμείς από την πλευρά μας οφείλουμε να αναδεικνύουμε αυτούς τους χώρους και να τους κάνουμε επισκέψιμους για το κοινό. Τα στοιχεία του πολιτισμού, της παράδοσης και της αρχαιολογικής κληρονομιάς είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την αναβάθμιση του τουριστικού μας προϊόντος και προς αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να δημιουργούμε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες προκειμένου χώρους, όπως η παλαιοχριστιανική βασιλική του Καστρίου που αποτελεί ένα μοναδικό μνημείο με αναφορές από το πρωτομινωικά χρόνια, να είναι ανοιχτοί για το κοινό», δήλωσε ο Δήμαρχος Χερσονήσου Γιάννης Σέγκος ο οποίος ευχαρίστησε για την ευόδωση των προσπαθειών τον Αντιδήμαρχο Γιώργο Μπαγουράκη και την Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηρακλείου Βάσω Συθιακάκη.
Η Χερσόνησος του Καστρίου, από την οποία έλαβε το όνομά του ο οικισμός, αποτελεί το βόρειο φυσικό όριο του αρχαίου και σύγχρονου λιμανιού της Χερσονήσου. Οι αρχαιολογικές έρευνες στο βράχο τεκμηριώνουν τη διαρκή χρήση του χώρου, από τα πρωτομινωικά χρόνια έως το τέλος της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Στους ελληνιστικούς χρόνους ο λόφος οχυρώθηκε.
Η ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΙΟΥ
Στους ελληνιστικούς χρόνους το πλάτωμα του οχυρωμένου βράχου του Καστρίου καταλάμβανε ναός ο οποίος ήταν πιθανότατα αφιερωμένος στην Άρτεμη Βριτομάρτιδα. Από αυτόν έχει αποκαλυφθεί βάση της δυτικής κρηπίδας. Στα ερείπιά του ανεγέρθηκε στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα ένα ορθογώνιο οικοδόμημα με περιμετρικές στοές στρωμένες με ψηφιδωτά, που ίσως είχε επίσης λατρευτική χρήση. Μετά τον καταστροφικό σεισμό του 448 μ.Χ. μέρος της κατασκευής του ενσωματώθηκε σε μία μικρότερων διαστάσεων τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική που φαίνεται ότι στέγασε την έδρα της επισκοπής Χερσονήσου. Η βασιλική διέθετε σύνθρονο και πλούσιο μαρμάρινο αρχιτεκτονικό διάκοσμο εισαγμένο από τα αυτοκρατορικά λατομεία της Προκοννήσου και της Θεσσαλίας. Τα δάπεδά της ήταν στρωμένα με ψηφιδωτά γεωμετρικού κυρίως διακόσμου. Στο βορειοανατολικό τμήμα υπήρχε ταφικό παρεκκλήσιο και κατά μήκος της νότιας πλευράς της, σειρά προσκτισμάτων που περιελάμβαναν αποθήκες και πιθανότατα βαπτιστήριο. Η βασιλική ανακατασκευάστηκε τουλάχιστον δύο φορές, πριν από το 616 μ.Χ. και γύρω στα μέσα ή το τρίτο τέταρτο του 7ου αιώνα για να καταρρεύσει πιθανότατα από τον σεισμό του 795 μ.Χ.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η αρχιτεκτονική της είχε επιρροές από Συριακά πρότυπα με πλάγιο προθάλαμο στη νότια πλευρά του, ενώ διατηρεί αποσπασματικά σωζόμενα ψηφιδωτά δάπεδα, με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα στο κεντρικό κλίτος και τον νάρθηκα, μέρος των οποίων σώζεται σε καλή κατάσταση. Μπροστά στην κόγχη του ναού βρέθηκε η μαρμάρινη βάση της Αγίας Τράπεζας που ήταν κάλυμμα ρωμαϊκής σαρκοφάγου. Στη νότια πλευρά του ιερού βρέθηκε ταφικό παρεκκλήσι λαξευμένο στο βράχο, που εκτιμάται ότι πρόκειται είτε για τάφο εξέχοντα κληρικού ή μάρτυρα. Πάνω στην πλάκα ήταν τοποθετημένο ομφάλιο (μαρμάρινη κυκλική πλάκα) διακοσμημένο από χρωματιστά μάρμαρα, με λαξευμένο στεφάνι με τα φύλλα του να είναι γεμισμένα με μάργαρο, από το εσωτερικό του οστράκου μαλακίων( μαργαριτοφόρο όστρακο) και σταυρό που στο ένα σκέλος του σχηματίζεται το γράμμα P ,που είναι το αρχαιότερο σχήμα του μονογράμματος Χριστός.