Στη «σκιά» της ενεργειακής κρίσης η COP26 για το κλίμα
Ήξεις αφίξεις από τους μεγαλύτερους ρυπαντές του πλανήτη. Ηχηρές οι απουσίες του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Σι Τζινπίνγκ
Μία κρύο, μία ζέστη από τους ηγέτες των ισχυρών κρατών του πλανήτη στις διαπραγματεύσεις εν όψει της επικείμενης Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP26) στη Γλασκώβη, η οποία θα πραγματοποιηθεί από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 12 Νοεμβρίου. Οκτώ ημέρες πριν την έναρξη των συνομιλιών, οι ασάφειες περισσεύουν, με τους μεγαλύτερους ρυπαντές της Γης να μην έχουν ακόμη …φιξάρει την παρουσία τους στη Σκωτία, αλλά ούτε τις θέσεις τους, οι οποίες μπήκαν και πάλι στο μικροσκόπιο έπειτα από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης.
Έως τώρα, 120 ηγέτες έχουν επιβεβαιώσει την παρουσία τους, και σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται οι πρόεδροι της Ρωσίας και της Κίνας Βλαντιμίρ Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ, δύο εκ των έξι κρατών που φέρουν το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης για την κλιματική αλλαγή (Κίνα, ΗΠΑ, ΕΕ, Ινδία, Ιαπωνία, Ρωσία).
Αλλά δεν είναι η παρουσία ενός ηγέτη που δείχνει τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η χώρα του μια παγκόσμια συμφωνία για το μέλλον του πλανήτη, αλλά οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει. Η Ινδία και η Κίνα, δεν έχουν ακόμη δείξει εάν προτίθενται να προχωρήσουν σε πιο φιλόδοξες δεσμεύσεις για μείωση των εθνικών τους εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, παρότι είναι «εξαιρετικά ευάλωτες» στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Μάλιστα, η Ινδία ακόμη δεν έχει υιοθετήσει μια επίσημη θέση, αν και θεωρείται απίθανο να δεσμευτεί σε έναν στόχο μηδενικών εκπομπών έως το 2050. Πάντως, ο πρωθυπουργός της, Ναρέντρα Μόντι, θα παρευρεθεί αυτοπροσώπως στην COP26.
Το ίδιο και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, ο οποίος επαναφέρει τον δεύτερο μεγαλύτερο ρυπαντή της Γης στο τραπέζι των συζητήσεων (σ.σ. ο Ντόναλντ Τραμπ δεν συμμετείχε στην προηγούμενη COP25). Ωστόσο, οι ΗΠΑ, σύμφωνα με πληροφορίες που διαρρέονται στον ξένο Τύπο, φαίνεται ότι βάζουν «πάγο» στις διαπραγματεύσεις για την παροχή βοήθειας 100 δισ. δολαρίων ετησίως προς στις αναπτυσσόμενες χώρες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, μια κίνηση που απειλεί να βάλει «βόμβα» στα θεμέλια μιας επικείμενης συμφωνίας στην COP26. Στόχος είναι να ενισχυθούν τα φτωχότερα κράτη τα οποία είναι εκείνα που πλήττονται πρωτίστως από την κλιματική κρίση που εντείνεται από τις βιομηχανικές εκπομπές των ανεπτυγμένων χωρών.
Επίσης, η Ουάσιγκτον δεν έχει ακόμη εγκρίνει τη νομοθεσία για το κλίμα, γεγονός που θέτει σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία των στόχων για τη πράσινη μετάβαση της μεγαλύτερης οικονομίας στον πλανήτη που έχει θέσει η κυβέρνηση Μπάιντεν, καθώς μεγάλο ποσοστό γερουσιαστών τάσσονται υπέρ των ορυκτών καυσίμων.
Πάντως, ο Αμερικανός απεσταλμένος για το κλίμα Τζον Κέρι θα επισκεφθεί αύριο Κυριακή και τη Δευτέρα τη Σαουδική Αραβία για συνομιλίες ενόψει της συνόδου κορυφής του Νοεμβρίου COP26. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και η ΕΕ, προσπαθούν να πείσουν το Ριάντ, τον μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο, να συμμετάσχει στην παγκόσμια πρωτοβουλία για τη μείωση και των εκπομπών μεθανίου κατά 30% έως το 2030 (με έτος βάσης το 2020). Περισσότερες από 30 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, έχουν ενταχθεί σε αυτή τη συνεργασία των κρατών, οι οποίες καλύπτουν το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 30% των παγκόσμιων εκπομπών μεθανίου.
Αλλά δεν είναι μόνο η Σαουδική Αραβία. Και ο Καναδάς, ο οποίος πλήττεται εντόνως τα τελευταία χρόνια από την κλιματική κρίση (πυρκαγιές, πλημμύρες), παραμένει προσκολλημένος στα ορυκτά καύσιμα και αποτελεί το «μαύρο πρόβατο» μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών που δεσμεύονται για μηδενικές εκπομπές έως το 2050. Όπως και άλλα αναπτυγμένα κράτη. Είναι αξιοσημείωτο ότι, λίγες μέρες πριν τη συνάντηση κορυφής της ομάδας των G20 στη Ρώμη το ερχόμενο Σαββατοκύριακο (η οποία θα προηγηθεί της COP) οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη είναι διχασμένες ως προς το εάν θα συμφωνήσουν σε δεσμεύσεις για τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα, ώστε να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Reuters, οι οποίες προσδιορίζουν το πρόβλημα στην Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία.
Από την πλευρά της, η ΕΕ συνεχίσει να ηγείται των προσπαθειών κατά της κλιματικής αλλαγής και επιμένει στη θέση της – η οποία υπερψηφίστηκε τις προηγούμενες ημέρες από το ευρωκοινοβούλιο – ότι όλες οι χώρες της G20 θα πρέπει να είναι κλιματικά ουδέτερες έως το 2050 καθώς και ότι επιβάλλεται η ετήσια χρηματοδότηση ύψους τουλάχιστον 100 δισ. δολαρίων στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επίσης, προτείνει το δεκαετές χρονοδιάγραμμα για την επίσπευση της δράσης για το κλίμα να γίνει πενταετές και να καταργηθούν σταδιακά στην ΕΕ έως το 2025 όλες οι άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα και καλει όλες τις άλλες χώρες να λάβουν παρόμοια μέτρα.
Οι ευρωβουλευτές εκφράζουν την ανησυχία ότι οι εθνικοί στόχοι που ανακοινώθηκαν στο Παρίσι το 2015 θα οδηγήσουν σε αύξηση της θερμοκρασίας πλέον των τριών βαθμών έως το 2100, σε σύγκριση με τα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου, γι΄ αυτό και επιμένουν ότι πρέπει να διασφαλιστεί η υλοποίηση της δέσμης μέτρων της ΕΕ για το κλίμα «Fit for 55 in 2030». Εντός της ΕΕ, οι έξι μεγαλύτεροι ρυπαντές είναι η Γερμανία, η Βρετανία , η Γαλλία, η Ιταλία, η Πολωνία και η Ισπανία, με τον κλάδο της ενέργειας να ευθύνεται για πάνω από το 80 % των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ, ενώ ακολουθεί η γεωργία, η βιομηχανία και τα απόβλητα.
Γενικότερα, πάντως, στη λίστα των χωρών, οι οποίες μπορεί να «καταστρέψουν» τις προσπάθειες επίτευξης μιας καλής συμφωνία για το κλίμα στη Γλασκώβη, περιλαμβάνονται η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία, η Ινδία, η Αυστραλία, η Βραζιλία, το Ιράν, η Νότια Αφρική, το Μεξικό, η Τουρκία κ.ά. Δεν είναι τυχαίο, ότι διεθνείς αναλυτές που εξειδικεύονται στις COP αλλά και περιβαλλοντικές οργανώσεις εμφανίζονται απαισιόδοξοι ως προς το ενδεχόμενο επίτευξης δεσμεύσεων που η υλοποίησή τους θα εξασφαλίσει τη συγκράτηση της υπερθέρμανσης του κλίματος κάτω από 1,5 βαθμούς Κελσίου.