Το Περιφερειακό Πρόβλημα: πώς εντείνεται, πώς λύνεται

Πόσα χρήματα παίρνει κάθε δήμος για την πληρωμή των μισθωμάτων
8 Σεπτεμβρίου 2020
Παροχή voucher ύψους 180 ευρώ σε μητέρες βρεφών και νηπίων
8 Σεπτεμβρίου 2020
Show all

Το Περιφερειακό Πρόβλημα: πώς εντείνεται, πώς λύνεται

Της Χριστίνας Μπαρμπαρούση.

Για αρκετά χρόνια, ο νονός της παγκοσμιοποίησης Theodore Levitt (1925–2006) εξηγούσε ότι ο λόγος για τον οποίο η ανάπτυξη απειλείται, επιβραδύνεται ή διακόπτεται, δεν οφείλεται στο ότι η αγορά είναι κορεσμένη· αλλά στην αποτυχημένη διαχείρισή της.

Παγκοσμιοποίηση και Περιφερειακό Πρόβλημα

Ιδιαιτέρως στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα, οι μεταβολές στη διεθνή υφιστάμενη κατάσταση, είτε αυτές αφορούσαν τους συντελεστές παραγωγής είτε την ασφάλεια είτε το περιβάλλον είτε άλλους τομείς, απέκτησαν καινοφανή ταχύτητα και βάθος. Υπάρχει μια σειρά θεμελιωδών παραγόντων και δυνάμεων που καθορίζουν την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και δημιουργούν νέες έννοιες, όπως το διεθνές εμπόριο, που απαιτούν και νέα αντιμετώπιση. Για παράδειγμα, το θέμα της παγκόσμιας διακυβέρνησης, δηλαδή το πώς μπορεί να οργανωθεί η παγκόσμια πολιτική και οικονομία με βασικούς φορείς αποφάσεων τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και όχι τις εθνικές κυβερνήσεις, είναι το ερώτημα των θεμελίων που ανακύπτει κάθε φορά που το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μετάβαση ή βιώνει μια δομική κρίση, όπως ακριβώς συμβαίνει και τώρα.

Ακριβέστερα, η πιο σημαντική μεταβολή στην παγκόσμια οικονομία έχει προέλθει από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, η οποία είτε μετέβαλε τους φορείς αποφάσεων, τα κέντρα εξουσίας και τη διανομή του πλούτου είτε η μεταβολή αυτών οδήγησε στην παγκοσμιοποίηση, καθότι αποτελούν έννοιες αλληλένδετες και αλληλοπυροδοτούμενες· η μεταβολή έδωσε τη δυνατότητα στο κεφάλαιο, τα αγαθά – υπηρεσίες, τα άτομα και τις ιδέες να μετακινούνται χωρίς κανείς να μπορεί να τα περιορίσει.

Έστω και εάν σε θεωρητικό επίπεδο η παγκοσμιοποίηση είναι μια αμφιλεγόμενη έννοια, η επίδρασή της στη διανομή του παγκόσμιου πλούτου είναι αδιαμφισβήτητη. Ειδικά, δε, όταν από την άνιση κατανομή των πόρων έχει προκύψει ένα νέο ζήτημα προς διαχείριση, το περιφερειακό πρόβλημα, που είναι πρόβλημα ανισοτήτων στο χώρο. Σημαντική εδώ είναι η φύση και η επίδραση των θεσμών στην εξέλιξη και τη διαμόρφωση της νέας παγκόσμιας εμπορικής δραστηριότητας: οι θεσμοί συνδέονται άμεσα με την προσπάθεια επίλυσης και διαχείρισης των προβλημάτων που παρουσιάζονται ακόμα και σήμερα στη διεθνή πραγματικότητα.

Ως εκ τούτου, κάθε προσπάθεια να εξηγηθεί το ζήτημα στη βάση μιας θεωρητικής προσέγγισης έχει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα: το πλεονέκτημα βρίσκεται στη ίδια τη βάση της θεωρητικής προσέγγισης που είναι εφικτό να δομηθούν καλύτερα οι πληροφορίες και να μη χαθεί η ροή. Το μειονέκτημα βρίσκεται ακριβώς σε αυτό, στο ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί συγκεκριμένη θεωρητική τροχιά, λειτουργώντας αφαιρετικά και μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλες τις παραμέτρους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, διαφορετικές προσεγγίσεις δίνουν διαφορετικές απαντήσεις ως προς τη φύση και τη σημασία των θεσμών στην παγκόσμια οικονομία.

Τι εννοούμε: οι πολυεθνικές επιχειρήσεις ως εκπρόσωποι του διεθνούς εμπορίου είναι οι πρωταρχικοί φορείς (λήψης) αποφάσεων της παγκοσμιοποίησης. Γι’ αυτό το λόγο, διέπονται από ιδιαίτερο οργανωσιακό χαρακτήρα, ειδικό καθεστώς οικονομικής διαχείρισης και προάγουν συγκεκριμένα κοινωνικο-οικονομικά αποτελέσματα, τα οποία ενίοτε δίδουν και ανάλογη έκβαση, σύμφωνα με την οπτική της μελέτης. Το μέγεθος και η σημασία των εισροών και εκροών τους διαφοροποιείται από το μέγεθος και τη σημασία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς επηρεάζονται από τις οικονομίες κλίμακας και απευθύνονται σε ευρύτερη αγοραία βάση. Κατά συνέπεια, η παγκοσμιοποίηση των αγορών που προωθείται από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις καλλιεργεί την επιχειρηματικότητα, τον ανταγωνισμό, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδήματος, αλλά προωθεί και τη δημιουργία ανισοτήτων μεταξύ των τόπων, αφού στοχεύει στη μαζική παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών με το μικρότερο δυνατό κόστος και με χρήση ξένων συντελεστών παραγωγής· δηλαδή των χωρών εγκατάστασης όπου και δραστηριοποιούνται. Γενικά θα λέγαμε ότι επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, επειδή μειώνει το κόστος των συναλλαγών, επιτρέπει την πιο αποτελεσματική κατανομή των εταιρικών πόρων, εκλογικεύει και ενισχύει την αλυσίδα της προσφοράς και διευκολύνει τις μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας.

Παρά ταύτα, το κέρδος των πολυεθνικών και η ευημερία των τόπων δεν είναι ταυτόσημα. Γιατί το παραγόμενο κέρδος δεν μένει κατά κανόνα στον τόπο εγκατάστασης. Και ακριβώς λόγω της συγκέντρωσης πλούτου σε επιλεγμένες περιοχές του πλανήτη, ανάλογα με τα συμφέροντα που εξυπηρετούν την κερδοφορία τους, θεωρούνται υπεύθυνες για το περιφερειακό πρόβλημα: δηλαδή, δημιουργούν μια άνιση κατανομή των πόρων στον παγκόσμιο χώρο, αφού οι πόροι είναι πεπερασμένοι και ό,τι αφαιρείται από έναν τόπο, προστίθεται σε έναν άλλο. Οι τοπικές κοινωνίες καταλήγουν να φτωχοποιούνται ενώ τροφοδοτούν και πλουτίζουν κάποιες άλλες (συνήθως) μεγαλύτερες.

Η Διαφωνία στην Ακαδημαϊκή Συζήτηση

H ως άνω σύγκρουση καθιστά την παγκοσμιοποίηση μια από τις πιο αμφιλεγόμενες έννοιες στις Κοινωνικές Επιστήμες. Ακόμα και εάν οι ρίζες της πηγαίνουν πίσω στα έργα των Saint-Simon και Karl Marx, η έννοια χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ‘60. Μετά την κατάρρευση των κουμουνιστικών καθεστώτων και την επανάσταση της Πληροφορικής, ορισμένοι αναλυτές θεώρησαν πως εξαιτίας της οι έννοιες της γεωγραφίας και του χρόνου είχαν πλέον γίνει αόριστες.

Εντούτοις, στην ακαδημαϊκή συζήτηση δεν υπάρχει σύγκλιση των θεωρήσεων σχετικά με τη δυναμική της και τις συνέπειες που δημιουργεί. Οι θεωρητικές συζητήσεις και διαμάχες ανάμεσα στους σκεπτικιστές, τους κλασικούς υποστηρικτές και τους υποστηρικτές της μετασχηματιστικής προσέγγισης, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Την κυριότερη απόκλιση ανάμεσα στις διαφορετικές θεωρήσεις εντοπίζουμε στις υλιστικές, χωρικές – χωροχρονικές και γνωσιολογικές πλευρές της.

Παρά τις διαφωνίες ανάμεσα στους θεωρητικούς για το αν η παγκοσμιοποίηση των αγορών είναι περισσότερο μύθος παρά πραγματικότητα, η ίδια η έννοια έχει αποκτήσει ευρεία αποδοχή· όμως, από τη στιγμή που επηρεάζει ολόκληρη τη ροή του κοινωνικού συστήματος, δεν θα μπορούσε να μην επηρεάζει και τη σταθερότητα του διεθνούς εμπορίου.

Δηλαδή, υπάρχει διαφωνία για το τι ορίζεται ως παγκοσμιοποίηση και η απάντηση αυτού του ερωτήματος αποτελεί μια σύνθετη και πολύ δύσκολη εργασία. Για λόγους απλοποίησης των πραγμάτων, δεχόμαστε δύο βασικές προσεγγίσεις, μια ποσοτική και μια ποιοτική. Στην ποσοτική προσέγγιση, η παγκοσμιοποίηση είναι το φαινόμενο της εντατικοποίησης των οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών σχέσεων πέρα από τα σύνορα. Στην ποιοτική, είναι μια διαδικασία, μέσα από την οποία, ένας αριθμός ποιοτικών μετασχηματισμών, οι οποίοι χαρακτηρίζουν την τρέχουσα φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, μπορεί να παρατηρηθεί.

Κρίση του Εθνικού Μοντέλου Ανάπτυξης

Όπως ήταν αναμενόμενο, η διεθνοποίηση των εμπορευμάτων οδήγησε στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου που οδήγησε στη διεθνοποίηση της παραγωγής. Και έτσι δημιουργήθηκε η τάση συγκεντροποίησης των πόρων κατά περιοχές του πλανήτη, η οποία δεν κατευθύνεται από τα εθνικά σύνορα, αλλά με βάση τα γεωγραφικά κόστη που αντιμετωπίζουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στον τόπο εγκατάστασης. Το Εθνικό Μοντέλο Ανάπτυξης αμφισβητήθηκε από το Διεθνές Εμπόριο. Τι συνέβη:

  • Η χωροταξική επέκταση του κεφαλαίου και της παραγωγής στο διεθνή χώρο απαιτούσε το μετακινούμενο κεφάλαιο να είναι ελεύθερο από προστατευτικούς περιορισμούς και ρυθμίσεις. Αυτό έπρεπε να γίνει με απορρύθμιση των κρατικών περιορισμών, που είναι συνυφασμένοι με την ύπαρξη της κεϋνσιανής ρύθμισης.
  • Ο χωροταξικός γιγαντισμός των μονάδων μαζικής παραγωγής συσπείρωσε τον εργασιακό συνδικαλισμό, ο οποίος αύξησε τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων με σκοπό να προασπίσουν τα συμφέροντά τους· όμως, σε συνδυασμό με τις κεϋνσιανές ρυθμίσεις (κοινωνικές παροχές, κατώτατο ημερομίσθιο, έμμεσος μισθός, κ.λπ.), αυξήθηκε το κόστος εργασίας. Και οι επιχειρήσεις στράφηκαν στην αναζήτηση χώρων όπου η προσφορά του εργατικού δυναμικού ήταν φθηνότερη, μέσω της αποκέντρωσης και της διεθνοποίησης της παραγωγής τους.
  • Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου προσέκρουσε στα τεχνικά όρια του φορντιστικού τεχνολογικού προτύπου, με το οποίο παρήγαγε το παρεμβατικό κράτος, όπου και έπρεπε να ξεπεράσει.

Μετά και από αυτά, επόμενο ήταν να σημειωθούν στην παγκόσμια οικονομία οι παρακάτω αλλαγές:

  • Αποδυναμώθηκε το εθνικό κράτος που στήριζε το συγκριτικό του ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην κρατική προστασία και στους προστατευτικούς μηχανισμούς, στις επιδοτήσεις, στους δασμούς, κ.λπ.
  • Μετατοπίσθηκαν οι αποφάσεις από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο και από το κράτος στις πολυεθνικές εταιρείες υπό την ελευθερία της αγοράς.
  • Η παραγωγή και η συναρμολόγηση των προϊόντων γίνεται σε διαφορετικές περιοχές, τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα είναι συνδεδεμένα με την επιχείρηση και λιγότερο με τη χώρα εγκατάστασής της. Η παραγωγική αναδιάρθρωση γίνεται υπέρ της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και όχι υπέρ ή σύμφωνα με το σύστημα αξιών των τόπων (τοπική ταυτότητα, εδαφικό κεφάλαιο, ήθη – έθιμα, παραδόσεις, κώδικας τοπικής συνεκτικής συμπεριφοράς).
  • Η διεθνοποίηση των εμπορευμάτων, του κεφαλαίου και της παραγωγής οδήγησε στη διεθνοποίηση της ζήτησης. Πλέον τα αγαθά – υπηρεσίες διαμορφώνονται συχνότερα από παράγοντες διαφορετικούς των ανθρώπινων αναγκών.
  • Οξύνθηκαν οι ανισότητες ανάμεσα στις διάφορες περιοχές, οι οποίες τώρα συμπεριφέρονται σαν πόλοι με διωνυμική κατανομή των πόρων (δίπολα ανάπτυξης και υπανάπτυξης: ο ένας τόπος τραβά ανάπτυξη από τον άλλο που μόνο του παραχωρεί).

Ο Νόμος του Pareto

Όπως ήταν αναμενόμενο, μια πρωτοφανής άνιση διανομή του πλούτου προέκυψε. Ενδεικτικά:

  • Το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού συγκεντρώνει δύο φορές τον πλούτο των υπολοίπων 7 δις.
  • Οι 500 μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες σήμερα κινούν το 70% του παγκόσμιου εμπορίου και το 80% των παγκόσμιων επενδύσεων.
  • Οι αμερικανικές πολυεθνικές ελέγχουν το 68% της παγκόσμιας αγοράς σε προγράμματα (software), τα 2/3 των καταχωρημένων πληροφοριών σε τράπεζες δεδομένων και τα 2/3 της παγκόσμιας ροής πληροφοριών, υπό τη μορφή ειδήσεων και πολιτιστικών προϊόντων.
  • Το ποσοστό του Τρίτου Κόσμου στις διεθνείς ανταλλαγές έμεινε αμετάβλητο τα τελευταία 30 χρόνια, παρά το διπλασιασμό του πληθυσμού του. Το δε 1990, ο Τρίτος Κόσμος κατείχε το ίδιο ποσοστό του παγκόσμιου εμπορίου με το 1963.
  • Το οικονομικό εύρος της ΙΒΜ ή της ΕΧΧΟΝ ξεπερνά κατά δύο ή τρεις φορές το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας.

Το Πρόβλημα

Για να δούμε το πρόβλημα, πρέπει πρώτα να οριοθετήσουμε το πεδίο της ισχύος τους.

Ως Περιφερειακό Πρόβλημα ορίζεται η άνιση κατανομή των πόρων και η ασύμμετρη παραγωγή ανάπτυξης σε ένα γεωγραφικό χώρο (είτε πρόκειται για μια πόλη είτε για την πρωτεύουσα, ένα κράτος, μια ομοσπονδία ή συνομοσπονδία κρατών είτε για ήπειρο ή σύμπλεγμα ηπείρων) και η επακόλουθη περιφερειακή οικονομική και κοινωνική ανισορροπία. Ως Περιφέρεια θεωρείται μια δυναμική γεωγραφική ενότητα με δεδομένα δομικά χαρακτηριστικά (πληθυσμό, οικονομική δραστηριότητα, δομημένο περιβάλλον), διέπεται από ένα ενιαίο σύστημα αξιών (ήθη – έθιμα, παραδόσεις, κώδικας συμπεριφοράς) ενώ τα όρια και το περιεχόμενό της επηρεάζονται από διαχρονικές μεταβολές των κοινών χαρακτηριστικών των εσωτερικών χωρικών μονάδων που την αποτελούν.

Ο στόχος είναι η επίλυσή του, δηλαδή η ισόρροπη ανάπτυξη των περιφερειών, όπου πρέπει να έχουν μια όσο το δυνατό περισσότερο ολοκληρωμένη οικονομική και κοινωνική δομή, ώστε να μπορούν να λειτουργούν ως ένα βαθμό αυτόνομα και ανεξάρτητα από τον υπόλοιπο χώρο έξω από αυτές. Η δυσκολία είναι ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν αυτόνομα κλειστά συστήματα, αφού έχουν συχνά ισχυρότατους δεσμούς με τις υπόλοιπες περιοχές ενός εθνικού ή διεθνούς –εν προκειμένω– χώρου και παραμένουν έτσι ανοικτές σε επιρροές και εξαρτήσεις. Ούτε και η αυτοδυναμία θα ήταν μια άριστη επιλογή, αφού πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της χωρικής απομόνωσης.

Ως εξ όλων των προαναφερομένων, η βέλτιστη λύση του είναι η δημιουργία ίσων ευκαιριών για πρόσβαση σε απασχόληση, αγαθά – υπηρεσίες, εκπαίδευση, ποιότητα ζωής κ.λπ. με διάχυση του οφέλους και στο εξωτερικό περιβάλλον. Όπως οι άνθρωποι επιθυμούν να αποτελούν μέλη του κοινωνικού συστήματος, έτσι και οι τόποι στους οποίους διαβιούν πρέπει να αποτελούν ισότιμα μέρη του ευρύτερου χωροταξικού συστήματος. Κάτι που βλέπουμε ότι με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης παραβιάζεται.

Άρα, το ερώτημα είναι πώς θα διατηρήσουμε την ταυτότητα των τόπων ή την τοπικότητα ως το θέμα συσπείρωσης των τοπικών κοινωνιών στα πλαίσια της τοπικής ανάπτυξης.

Η Περιφερειακή Πολιτική ως Λύση του Προβλήματος

Οι περιφερειακές ανισότητες που εκδηλώνονται συνήθως με τη μορφή άνισων κοινωνικών και οικονομικών ευκαιριών και έντονων διαφορών στα επίπεδα ευημερίας μεταξύ των περιοχών μιας χώρας ή μιας ευρύτερης περιοχής, αποτελούν το βασικό λόγο για την άσκηση περιφερειακής πολιτικής. Η περιφερειακή πολιτική είναι το ανάχωμα για τη λύση.

Καθότι, η παρέμβαση του κράτους στην αποτυχία της αγοράς να διανείμει αποτελεσματικά τις ευκαιρίες δεν γίνεται αποκλειστικά με βάση το κριτήριο της ισότητας (δηλαδή για κοινωνικούς λόγους), αλλά και με βάση το κριτήριο της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας (για οικονομικούς λόγους). Το κράτος προτάσσει την ανάγκη να εξασφαλιστούν συνθήκες σταθερότητας στο κοινωνικό και ανάπτυξης στο οικονομικό επίπεδο.

Ειδικότερα, το κριτήριο της αποτελεσματικότητας επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας με δεδομένους παραγωγικούς πόρους και τεχνολογία, ενώ το κριτήριο της ισότητας επιδιώκει τη μείωση των περιφερειακών διαφορών στους δείκτες ευημερίας για δεδομένο συνολικό επίπεδο εισοδήματος. Τα δύο αυτά κριτήρια όχι μόνο δεν βρίσκονται κατ’ ανάγκη σε ανταγωνιστική σχέση, αλλά επιπλέον καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την επιχειρηματολογία υπέρ της αναγκαιότητας άσκησης περιφερειακής πολιτικής, με την έννοια ότι θα πρέπει να ικανοποιούνται ταυτόχρονα, έτσι ώστε μια πολιτική να θεωρείται αναγκαία.

Συγκεκριμένα, η αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας συμβάλλει δραστικά στη μείωση των ανισοτήτων. Όταν υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην κατανομή των παραγωγικών δραστηριοτήτων μεταξύ των περιφερειών, δεν επιτυγχάνεται αποτελεσματική χρήση των πόρων της οικονομίας. Στις περιφέρειες υψηλής συγκέντρωσης δραστηριοτήτων δημιουργείται, συνήθως, υπερβάλλουσα ζήτηση σε γη και εργασία, που αυξάνει το κόστος εργασίας και κατοικίας και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Αντίθετα, στις περιοχές μειωμένης συγκέντρωσης δραστηριοτήτων οι παραγωγικοί πόροι παραμένουν αναξιοποίητοι. Έτσι, μια νέα δραστηριότητα, που θα κατευθυνθεί υποβοηθούμενη από την άσκηση πολιτικής προς μια μειονεκτούσα περιφέρεια, συμβάλλει στη χρησιμοποίηση αδρανών παραγωγικών πόρων και, συνεπώς, αυξάνει την κοινωνική ευημερία (κριτήριο αποτελεσματικότητας) και, ταυτόχρονα, συμβάλλει στην εξισορρόπηση των περιφερειακών ανισοτήτων (κριτήριο ισότητας).

Πρόσθετα, η επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης συμβάλλει, επίσης, δραστικά στη μείωση των ανισοτήτων. Μεγάλες διαφοροποιήσεις στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ περιοχών δεν επιτρέπουν την επίτευξη υψηλών ρυθμών αύξησης του προϊόντος και της απασχόλησης κατά τις περιόδους ανάκαμψης της οικονομίας. Αυτό συμβαίνει, διότι στις περιοχές με χαμηλά ποσοστά ανεργίας, η ανάκαμψη και συνεπώς η επέκταση της ζήτησης για εργασία, θα οδηγήσει σε έλλειψη προσωπικού και έπειτα σε άνοδο των μισθών. Οι αυξήσεις, όμως, στους μισθούς διαχέονται στην επικράτεια μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, οδηγώντας σε αύξηση των τιμών, πληθωριστικές πιέσεις και, τελικά, επιβράδυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Εξεναντίας, σε οικονομίες με περιφερειακή ομοιογένεια του βαθμού απασχόλησης των παραγωγικών πόρων, οι περίοδοι ανάκαμψης διαρκούν περισσότερο και επιτρέπουν υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του προϊόντος, αφού υπάρχουν σε όλες τις περιφέρειες περιθώρια επέκτασης της ζήτησης χωρίς να αυξηθεί το κόστος παραγωγής. Άρα, πολιτικές, που συμβάλλουν στην περιφερειακή εξισορρόπηση των ποσοστών ανεργίας, ικανοποιούν ταυτόχρονα και τα δύο προαναφερθέντα κριτήρια.

Ακόμη, ο περιορισμός του κόστους επέκτασης του κοινωνικού κεφαλαίου ενέχει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου. Έντονες διαφορές στους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ περιοχών δημιουργούν σημαντικό κόστος για την οικονομία, εξαιτίας της υψηλής ζήτησης, που δημιουργείται για επέκταση του κοινωνικού κεφαλαίου και των υποδομών (π.χ. δρόμοι, σχολεία, νοσοκομεία) στις περιοχές υψηλής ανάπτυξης και της ταυτόχρονης εγκατάλειψης υπαρχόντων υποδομών στις στάσιμες ή φθίνουσες περιοχές, όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι χαμηλοί ή/και αρνητικοί και ο πληθυσμός μειώνεται. Οι έντονες ανισορροπίες στις πληθυσμιακές μεταβολές των περιφερειών εξαιτίας και της ανισοκατανομής της ανάπτυξης, δημιουργούν στο κράτος υψηλά κόστη κοινωνικών αναγκών, τα οποία θα μπορούσαν να αποφευχθούν με την άσκηση κάποιας μορφής περιφερειακής πολιτικής, που, και σε αυτή την περίπτωση, θα ικανοποιούσε ταυτόχρονα και τα δύο κριτήρια αξιολόγησης.

Επιπλέον, η αποφυγή κοινωνικών αναταραχών και εντάσεων μπορεί να εξομαλύνει την περιφερειακή κατάσταση. Με δεδομένο την εξάπλωση των καταναλωτικών προτύπων των ανεπτυγμένων περιοχών μέσω της ηλεκτρονικής και έντυπης πληροφόρησης, μεγάλες διαφορές στα επίπεδα διαβίωσης μεταξύ διαφορετικών περιοχών της ίδιας χώρας δημιουργούν έντονες κοινωνικές εντάσεις και αναταραχές και πυροδοτούν συχνά τοπικιστικού ή εθνικιστικού τύπου αντιπαραθέσεις, που συνεπάγονται πολιτικό και κοινωνικό (και συχνά οικονομικό) κόστος για το σύνολο της οικονομίας. Πολιτικές εξισορρόπησης των περιφερειακών ανισοτήτων συμβάλλουν στη διατήρηση της ηρεμίας και συνοχής, που είναι απαραίτητα συστατικά για την αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας.

Επίσης, ο μηχανισμός της αγοράς μαζί με την κοινωνική δικαιοσύνη μπορούν να βελτιώσουν την περιφερειακή ανισότητα. Είναι γνωστό, ότι ο μηχανισμός της αγοράς από μόνος του δεν είναι σε θέση να διορθώσει την ύπαρξη περιφερειακών ανισοτήτων στην ανάπτυξη· διότι στηρίζεται στις εξής υποθέσεις:

α) οι μισθοί θα πιεστούν προς τα κάτω σε περιοχές υψηλής ανεργίας,

β) το εργατικό δυναμικό θα μεταναστεύσει από περιοχές με χαμηλές αμοιβές σε περιοχές υψηλών αμοιβών

γ) και οι επιχειρήσεις θα μετεγκατασταθούν από περιοχές υψηλού κόστους εργασίας σε περιοχές χαμηλού κόστους,

οδηγώντας στην εξάλειψη των διαφορών στα επίπεδα αμοιβών και ανεργίας μεταξύ περιφερειών, επιτυγχάνοντας έτσι ισόρροπη ανάπτυξη.

Αυτό, όμως, είναι μάλλον ανέφικτο να συμβεί στην πράξη, καθώς σειρά παραγόντων (κοινωνικό και ψυχολογικό κόστος, κόστος μετεγκατάστασης και μεταφοράς, αδιαιρετότητα των οικονομικών μονάδων) καθιστούν τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων αδύνατη, τουλάχιστον σε βραχυχρόνια κλίμακα. Συν ότι η λειτουργία του μηχανισμού συχνά δημιουργεί σειρά άλλων σοβαρών κοινωνικών ή πολιτικών προβλημάτων (π.χ. μετανάστευση από φτωχές περιοχές και περαιτέρω επιδείνωση του αναπτυξιακού προφίλ των συγκεκριμένων περιοχών).

Ομοίως, η άσκηση περιφερειακών πολιτικών είναι απαραίτητη γιατί λειτουργεί αντισταθμιστικά και επιτρέπει την άσκηση άλλων πολιτικών, που αν και βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της οικονομίας, ουσιαστικά συμβάλλουν στην όξυνση των περιφερειακών ανισοτήτων, αφού κατά κανόνα οι δράσεις τους επικεντρώνονται και ενισχύουν ήδη ανεπτυγμένες περιοχές (π.χ. πολιτικές ενίσχυσης της βιομηχανικής έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης). Ο ρόλος της περιφερειακής πολιτικής σε αυτήν την περίπτωση συνίσταται στην αντιμετώπιση των δυσμενών χωρικών επιπτώσεων αυτών των πολιτικών και στη διευκόλυνση της σωστής, έγκαιρης και αποτελεσματικής εφαρμογής τους.

Όπως είναι γνωστό, οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης χαρακτηρίζονται από μια παραγωγική βάση με έντονα στοιχεία διαρθρωτικής καθυστέρησης, που καθιστούν προβληματική την ανταγωνιστικότητά τους στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Οι περιοχές αυτές κατά το παρελθόν προστάτευαν την εγχώρια βιομηχανία με δασμολογικά και μη δασμολογικά μέτρα, που επέτρεπαν τη διατήρηση των υφιστάμενων δομών. Με τη λειτουργία όμως της ενιαίας αγοράς και την κατάργηση των περιορισμών στην κίνηση προϊόντων και κεφαλαίων, οι επιχειρήσεις των περιοχών αυτών αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης καθώς υποχρεούνται να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τις ισχυρότερες επιχειρήσεις των ανεπτυγμένων περιοχών. Η άσκηση περιφερειακής πολιτικής μέσω και της κοινοτικής συνδρομής είναι απαραίτητη για τη διάσωση και αναδιοργάνωση του παραγωγικού ιστού των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών, έτσι ώστε να είναι σε θέση οι τελευταίες να μπορούν να σταθούν με αξιώσεις στις απαιτήσεις του διαμορφούμενου νέου οικονομικο-κοινωνικού πλαισίου.

Συνεπώς, η άσκηση περιφερειακής πολιτικής είναι αναγκαία, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των κριτηρίων ισότητας – δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας – αποδοτικότητας, ώστε να επιτευχθούν αυξημένοι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης με παράλληλη χωρική ομοιογένεια στην κοινωνική ευημερία. Ο μηχανισμός της αγοράς δεν είναι από μόνος του ικανός να φέρει αυτό το αποτέλεσμα ενώ και η εφαρμογή άλλων επιμέρους πολιτικών μπορεί να αυξάνει τις περιφερειακές ανισότητες ή να μην αξιοποιεί επαρκώς τους διαθέσιμους πόρους της οικονομίας. Ωστόσο, η πραγμάτωση των στόχων της περιφερειακής πολιτικής εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά και την αποτελεσματικότητα των ασκούμενων μέσων πολιτικής…

Η Περιφερειακή Ανάπτυξη ως Προϊόν της Λύσης

Το αποτέλεσμα της αποδοτικής άσκησης των μέσων περιφερειακής πολιτικής θα είναι η (περιφερειακή) ανάπτυξη· η οποία προκύπτει από την ανάγκη των ατόμων και των ομάδων ατόμων για οικονομική και κοινωνική βελτίωση, αναβάθμιση, πρόοδο, αλλαγή με όρους απόλυτους, αλλά και σχετικούς. Επειδή η έννοια της προόδου συναρτάται με το υπαρκτό βέλτιστο, ο όρος ανάπτυξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την έννοια του προβλήματος (του αστικού και περιφερειακού προβλήματος), που συνήθως έγκειται στην υστέρηση κάποιων χωρο-κοινωνιών ή κάποιων τμημάτων της κοινωνίας έναντι άλλων. Η χωρική ασυμμετρία στην ανάπτυξη ενός τόπου, ανεξαρτήτως κλίμακας μεγέθους, επιφέρει περιφερειακή οικονομική και κοινωνική ανισορροπία, δηλαδή το περιφερειακό πρόβλημα.

Για να εξαλειφθεί η περιφερειακή υπανάπτυξη, πρέπει στη θέση της να δημιουργηθεί περιφερειακή ανάπτυξη, δηλαδή ισορροπία: ισόρροπη είναι η ανάπτυξη που βοηθά τις περιφέρειες που βρίσκονται σε δυσχερέστερη θέση να βελτιώσουν τους δείκτες με ρυθμό μεγαλύτερο εκείνου των ανεπτυγμένων.

Ειδικότερα, η περιφερειακή ανάπτυξη ταυτίζεται με την ισόρροπη, αειφόρο ή βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία αναφέρεται στην οικονομική ανάπτυξη που σχεδιάζεται και υλοποιείται λαμβάνοντας υπ’ όψιν την προστασία του περιβάλλοντος (δηλαδή τη συνέχειά του). Γνώμονας της αειφορίας είναι η μέγιστη δυνατή απολαβή αγαθών από το περιβάλλον, χωρίς όμως να διακόπτεται η φυσική παραγωγή αυτών των προϊόντων σε ικανοποιητική ποσότητα και στο μέλλον. Προϋποθέτει σταθεροποίηση των δομών της οικονομίας παράλληλα με τη δημιουργία υποδομών για μία ευαίσθητη στάση απέναντι στο φυσικό ιστό και στα οικολογικά ζητήματα. Η βιωσιμότητα υπονοεί ότι οι φυσικοί πόροι υφίστανται εκμετάλλευση με ρυθμό μικρότερο από αυτόν με τον οποίον ανανεώνονται, διαφορετικά λαμβάνει χώρα περιβαλλοντική υποβάθμιση (θεωρητικά, το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης είναι η ανικανότητα του γήινου οικοσυστήματος).

Συμπέρασμα

Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και η παγκοσμιοποίηση είναι δύο έννοιες αλληλένδετες και ταυτόχρονα αναπτυσσόμενες· σε τέτοιο βαθμό, που είναι δυσδιάκριτο ποια από τις δύο οδήγησε στη δημιουργία της άλλης. Από κτήσεως βιομηχανικών κοινωνιών, δημιουργήθηκε η ανάγκη του ανθρώπου για μια παγκόσμια κοινότητα, στην οποία θα μπορεί να πραγματοποιεί τις συναλλαγές του χωρίς φυσικές αποστάσεις, τεχνητά εμπόδια και μικρό κέρδος. Έτσι, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, τις διεθνοποίησε και συνέδεσε το μεγάλο κέρδος με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκάστοτε περιφέρειας, από τους πόρους της οποίας θα το αντλούσε, χωρίς όμως να προβλέψει την επένδυση των κερδών εντός της περιφέρειας.

Ως εκ τούτου, δημιουργήθηκε ένας νέος όρος, η περιφερειοποίηση, η οποία επέφερε το περιφερειακό πρόβλημα, όπου είναι πρόβλημα ανισοτήτων: καθώς μεγεθύνονται οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και μειώνονται οι εμπορικές αποστάσεις, μεγεθύνονται και οι ανισότητες μεταξύ των περιφερειών του πλανήτη, στις οποίες δραστηριοποιούνται. Επειδή οι πολυεθνικές επιχειρήσεις επιδιώκουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με το μικρότερο δυνατό κόστος παραγωγής, επιλέγουν να εγκαθίστανται στις υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες, όπου παρέχουν φθηνό εργατικό δυναμικό και πόρους πρώτων υλών. Τα παραγόμενα προϊόντα εξάγονται, όπως και το χρήμα που αντλείται όπου δεν κεφαλαιοποιείται στη χώρα εγκατάστασης. Έτσι, οι τιμές εξισώνονται (ένα προϊόν που παράγεται π.χ. στη Μαλαισία κοστίζει το ίδιο με ένα προϊόν που παράγεται στις Η.Π.Α.) και οι ανισότητες αυξάνονται (π.χ., το εργοστάσιο παραγωγής των Η.Π.Α. απομυζεί την περιφέρεια της Μαλαισίας, στην οποία δραστηριοποιείται και την φτωχοποιεί, αφού αντλεί ανθρώπινους, φυσικούς, οικονομικούς, τεχνολογικούς πόρους και τους εξάγει). Αποτέλεσμα είναι οι φτωχές χώρες να γίνονται φτωχότερες και οι πλούσιες, πλουσιότερες. Έτσι, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις παγκοσμιοποιούν εκτός από την αγορά και τον πλανήτη, δημιουργώντας κόσμους δύο ταχυτήτων: τον Πρώτο και τον Τρίτο Κόσμο. Προσπαθούν να εξισώσουν μεγέθη που είναι αδύνατο να εξισωθούν και μάλιστα προς τα κάτω.

Στο δια ταύτα, το αντίβαρο της παγκοσμιοποίησης είναι η τοπικότητα, η οποία προάγει το ιδιαίτερο χρώμα του κάθε τόπου που τον καθιστά μοναδικό και τον βοηθά να υπάρχει στο χρόνο. Το λεγόμενο και ως απόλυτο πλεονέκτημα. Κανένας τόπος δεν είναι ίδιος με κάποιον άλλο και τόσοι τόποι επιβίωσαν ή διέπρεψαν στο χρόνο πριν την εμφάνιση της παγκοσμιοποίησης. Η τοπικότητα επιτυγχάνεται με τον συντονισμό των τοπικών κοινωνιών κάτω από ένα κοινό θέμα συσπείρωσης, εδώ εννοείται η ισόρροπη ανάπτυξη, και με ενδυνάμωση της τοπικής ταυτότητας και των οικονομιών εντοπιότητας που αποτελούν στρατηγικούς επιταχυντές της και φύσει στοιχεία ενάντια στην παγκοσμιοποίηση του χώρου.

Μέχρι όμως εκείνο το σημείο, όσο η ανάπτυξη ως διαδικασία καθοδηγείται από την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την τεχνολογική επιτάχυνση σε συνθήκες διεθνοποίησης των κοινωνικο-οικονομικών δομών, θα διατηρείται το δίλημμα: πολυεθνικές επιχειρήσεις που δημιουργούν περιοχές δύο ταχυτήτων με άνιση κατανομή του πλούτου ή τοπικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε περισσότερο κοινωνικές αγορές και στηρίζουν την τοπική απασχόληση και συνοχή;

H Χριστίνα Μπαρμπαρούση είναι Περιφερειολόγος, υπ. Δρ. Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πολυτεχνική Σχολή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας